- αμυδρός
- 1) faible2) vague
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ἀμυδρός — dim masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμυδρός — ή, ό (Α ἀμυδρός, ά, όν) 1. (για οπτικές εντυπώσεις) ασαφής στην όραση, δυσδιάκριτος, σκοτεινός 2. (για εντυπώσεις) μη εναργής, ασαφής, συγκεχυμένος 3. αδύναμος, άτονος, ανεπαίσθητος αρχ. ατελής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Πρόκειται … Dictionary of Greek
αμυδρός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που μόλις διακρίνεται, ασαφής: Στο αμυδρό φως του φεγγαριού δεν μπορούσε να δει καλά. 2. εξασθενημένος, άτονος: Υπήρχε ακόμη μια αμυδρή ελπίδα να ζήσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμυδρά — ἀμυδρός dim neut nom/voc/acc pl ἀμυδρά̱ , ἀμυδρός dim fem nom/voc/acc dual ἀμυδρά̱ , ἀμυδρός dim fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυδρότερον — ἀμυδρός dim adverbial comp ἀμυδρός dim masc acc comp sg ἀμυδρός dim neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυδροτάτων — ἀμυδρός dim fem gen superl pl ἀμυδρός dim masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυδροτέραις — ἀμυδρός dim fem dat comp pl ἀμυδροτέρᾱͅς , ἀμυδρός dim fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυδροτέρων — ἀμυδρός dim fem gen comp pl ἀμυδρός dim masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυδροτέρως — ἀμυδρός dim adverbial comp ἀμυδρός dim masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυδρῶν — ἀμυδρός dim fem gen pl ἀμυδρός dim masc/neut gen pl ἀμυδρόω make indistinct pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀμυδρόω make indistinct pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀμυδρόω make indistinct pres part act masc nom sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυδρόν — ἀμυδρός dim masc acc sg ἀμυδρός dim neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)